- απάνεμος
- -η, -οαυτός που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο: Ο τόπος που θα έβαζαν τις κυψέλες έπρεπε να είναι απάνεμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απάνεμος — η, ο [υπήνεμος] υπήνεμος, τόπος που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο το ουδ. ως ουσ. το απάνεμο ο απάνεμος τόπος … Dictionary of Greek
απάγκιος, -ια, -ιο — απάνεμος: Ο τόπος εκείνος ήταν πολύ απάγκιος· το ουδ. ως ουσ., το απάγκιο θέση απάνεμη: Βρήκαν έν απάγκιο κι έκατσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απάγκιος — κ. γκειος, α, ο 1. ο απάνεμος, ο προφυλαγμένος απ τους ανέμους 2. το ουδ. ως ουσ. α) το απάνεμο μέρος β) η νηνεμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + άγκειος «απάνεμος τόπος»] … Dictionary of Greek
υπήνεμος — η, ο / ὑπήνεμος, ον, ΝΜ απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.) νεοελλ. φρ. «υπήνεμο κύμα» (μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται… … Dictionary of Greek
άγκειος — α, ο απάνεμος, υπήνεμος τόπος … Dictionary of Greek
απήνεμος — ἀπήνεμος, ον (Α) ο απάνεμος … Dictionary of Greek
απαγκιερός — ή, ό απάνεμος, προστατευμένος απ την κακοκαιρία … Dictionary of Greek
απόσκεπος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 135 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. * * * η, ο (Μ ἀπόσκεπος, ον) 1. ο χωρίς σκέπη 2. ο απροστάτευτος νεοελλ. ο απάνεμος … Dictionary of Greek
απότοιχος — ο 1. το πίσω μέρος του τοίχου 2. ο απάνεμος τόπος … Dictionary of Greek
βέντο — το [ιταλ. vento = άνεμος] 1. α ή β συνθετικό κοινής ονομασίας του ιστιοφόρου 2. φρ. α) «σόπρα βέντο» προσήνεμος θ) «σότο βέντο» απάνεμος … Dictionary of Greek